ευπερίδρακτος

ευπερίδρακτος
εὐπερίδρακτος, -ον (Α)
αυτός που εύκολα κατανοείται, ο σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-δράσσομαι «αρπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”